παντογνωσία

παντογνωσία
η
η ιδιότητα τού παντογνώστη, η πανσοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -γνωσία (< γνώση). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • παγγνωσία — η θεολ. η ικανότητα τού θεού να γνωρίζει τα πάντα χωρίς κανέναν περιορισμό, η παντογνωσία τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γνωσία (< γνώση), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ . Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • πανδαημοσύνη — η παντογνωσία, παγγνωσία, γνώση τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαημοσύνη (< δαήμων < δαήμων «γνώστης»), πρβλ. αδαημοσύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστημοσύνη — η η ιδιότητα τού πανεπιστήμονα, η ευρεία και σχεδόν καθολική γνώση τών επιστημών, η παντογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανεπιστήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • πανσοφία — η [πάνσοφος] η κατοχή κάθε επιστητού, κάθε γνώσης, το να γνωρίζει κανείς τα πάντα, παντογνωσία …   Dictionary of Greek

  • Φάουστ, Γιόχαν — Θρυλικό μεσαιωνικό πρόσωπο. Έζησε στις αρχές του 16ου αι. στη Γερμανία, σπούδασε ιατρική στην Κρακοβία και ασχολήθηκε με τη μαγεία και με την αλχημεία. Η ζωή του δεν φαίνεται ομαλή, γιατί διαρκώς τον καταδίωκαν ως μάγο και ζούσε περιπλανώμενος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”